καταπλουτώ

καταπλουτώ
καταπλουτῶ, -έω (Μ)
1. είμαι ή γίνομαι πολύ πλούσιος, αποκτώ μεγάλη περιουσία
2. καταπλουτίζω, κάνω κάποιον πολύ πλούσιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προκαταπλουτώ — έω, Α (κυρίως για τους αποστόλους) γίνομαι πλούσιος προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταπλουτῶ «είμαι πλούσιος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”